- ὑακτορίζων
- ὑακτορίζων, οντος, ὁ, name of a variety of σμάραγδος, Dionysius in Wien.Stud.20.319.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὑακτορίζων — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υακτορίζων — οντος, ὁ, Α ποικιλία σμαράγδου … Dictionary of Greek